ολοχρόνιος

ολοχρόνιος
-α, -ο
(Α ὁλοχρόνιος, -ία, -ον)
αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, διαρκής, συνεχής.
επίρρ...
ὁλοχρονίως (Μ)
διαρκώς, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο-χρόνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁλοχρόνιος — all the year through masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοχρονίως — ὁλοχρόνιος all the year through adverbial ὁλοχρόνιος all the year through masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοχρόνιον — ὁλοχρόνιος all the year through masc acc sg ὁλοχρόνιος all the year through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοχρόνιοι — ὁλοχρόνιος all the year through masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”